- πρόσοψη
- η / πρόσοψις, -όψεως, ΝΜΑ [ὄψις]νεοελλ.1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη»(διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπομσν.-αρχ.το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῑν», Σοφ.)αρχ.1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση ενός αντικειμένου2. κοίταγμα, θέαση («εἰς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ γυναικός», Ευρ.)3. καθετί που βλέπει ή παρατηρεί κανείς με προσοχή, θέα («ξενίζουσαν ἅμα καὶ καταπληκτικὴν συνέβαινε γίγνεσθαι τὴν πρόσοψιν», Πολ.)4. πιθ. επαγρύπνηση, προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.